- αμαθίτις
- ἀμαθῑτις (-ιδος), η (Α) [ἄμαθος (ΙΙ)]είδος κοχυλιού που ζει στην άμαθο, δηλ. στην άμμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμαθῖτιν — ἀμαθῖτις dwelling in sand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
κἀμαθίτιδες — ἀμαθί̱τιδες , ἀμαθῖτις dwelling in sand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)